H ΔΙΑΘΗΚΗ TOY ΟΔΥΣΣΕΑ

Στερνή μου θέληση λοιπόν, ακούστε σαν πεθάνω
εκατοντάδες γυναικών στον τάφο μου επάνω
να γαμηθούν ολόγυμνες από μπροστά και πίσω
ίσως καυλώσω κι εγώ στον τάφο μου και χύσω.

Επάνω από τον τάφο μου να ‘ρθουνε αγγελούδια
να ‘ναι μικρά
ξεβράκωτα με φίνα κωλαρούδια
να γίνουν γλέντια και γιορτές, χαρές και πανηγύρια
και να γαμούν καλόγεροι μέσα στα μοναστήρια
τις όμορφες καλόγριες και καλογεροπαίδια
να γεμιστούν ψωλόχυμα χιλιάδες τενεκέδια.

Τα κόκαλα μου κλύσματα και ψώλαρους να κάνουν
και οι γυναίκες όλες τους στον κώλο τους να βάλουν
μες τα σγουρά τους τα μουνιά και τον αφράτο πάτο
και να θυμούνται κάποτε κι εμένα το βαρβάτο
που όταν ήμουν ζωντανός τις δρόσιζα ο καημένος
και τώρα δεν τις ξέχασα κι ας είμαι πεθαμένος.

Οση έχω
επίπλωση, κτήματα και παράδες
να μοιραστούν στους πουτσαράδες και στους κωλομπαράδες,
τα κινητά κι ακίνητα θα τα κληροδοτήσω
σ’ όσες μικρούλες παχουλές το κάνουν από πίσω.

Στην κουρασμένη πούτσα μου να βάλουνε στεφάνι
γιατί δεν άφησε μουνί και κώλο πριν πεθάνει.
Κλάψτε με κώλοι και μουνιά και μαυροφορεθείτε
τον πιο πιστό σας σύντροφο δεν θα τον ξαναδείτε.

Η διαθήκη γράφτηκε χωρίς συμβολαιογράφο
και όποιος έχει αντίρρηση στ’ αρχίδια μου τον γράφω
και σεις γιατροί και χειρουργοί με τα πολλά ψαλίδια
Κλάψτε μου όλη την ψωλή και κλάστε μου τ’ αρχίδια.


ΟΜΗΡΟΣ, ΟΜΗΡΟΣ
Ο πούτσος μου ο κακόμοιρος.

````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

ΣΤΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΔΗ

Πήρε λοιπόν την άδεια, και την θεά την πείθει
αφού την εκατασκεψε τον όμορφο τον πείθει
να πάει στα βασίλεια του Αδη να γαμήσει
κι όσο πιο γρήγορα μπορεί οπίσω να γυρίσει.

Νυφούλες, νέοι πούστηδες μυριοβασανισένοι
κοπέλες ομορφότατες με την καρδιά θλιμμένη
σαν άμμος εμαζέφτηκαν τριγύρω του με λύσσα
εχάιδεβαν τον πούτσο του και του
‘γλυφαν τα χύσια.

Και τότε μια καμπαρετζού, μεγάλη πουτανάρα
φώναξε με φωνή βραχνή και κάργα παιχνιδιάρα:
"Βλέπω έναν άντρα να ‘ρχεται και καυλοχτυπημένο
στης Αφροδίτης τα όργια τόνε θαρρώ μπλεγμένο
τον ερωτά μου προς εσέ θε να σου δείξω η ίδια"
κι αμέσως του τον άρπαξε κρατώντας του τ’ αρχίδια.
Τι καύλα είναι τούτη δω αλήτη και καυλιάρη
έχεις μια πούτσα κάθετη σα να ‘τανε στειλιάρι.
Θε να σηκώσω αψηλά τα σκέλια στο ταβάνι
και θα σκιστώ σαν πούτανος, σαν πόρνη που το κάνει.

Μίλησε τότε ο Οδυσσεύς, μουγκρίζοντας λιγάκι
γιατί από καύλα φούντωνε σα να ‘τανε γεράκι.
Αλί σε με ο δύστυχος τι καύλα μ’ έχει πιάσει
σα να με δέσαν σε τροχό τ’ αρχίδια μου ‘χουν σπάσει
και τώρα αγάπη μου γλυκιά μη λες
ανοησίες
έχεις τον πόθο για ψωλή και μέχρι αφασίας.

Και ύστερα εδιάλεξε διάφορες περιπτώσεις
με ζηλευτή ειδίκευση και άπειρες τις γνώσεις
τους άλλους καθησύχασε λέγοντας θα γυρίσω
να σας γαμήσω απάνθρωπα από εμπρός και πίσω.

Μετά εσυναντήθηκε με μάντη Τειρεσία
να τον γαμήσει και αυτόν, κάνοντας τη θυσία
να γλυκαθεί ο πούσταρος, μήπως και βοηθήσει
στην όμορφη πατρίδα του πίσω για να γυρίσει.

Μα στάθηκε αδύνατο όλους να τους ευχαριστήσει
και βρύση να ‘ταν η ψωλή του δεν θα ‘χε άλλο να χύσει
και γύρισε μονομερής εις τη θεά την Κίρκη
να της ξεσκίσει το μουνί με τρομερό μανίκι.

````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ

Μετά τον Αδη σάλπαρε και πάλι το καράβι
κατεύθυνση για το νησί με σκέψη που σ’ ανάβει
και η θεά στην αμμουδιά χαρούμενη πηδούσε
προσμένοντας τον ψωλαρά που θα την εγαμούσε.

Πατώντας έξω στη στεριά τον φίλησε με πάθος
και έσπρωξε τον πούτσο του στ’ ολόγλυκο της βάθος.
Κι αφού γλεντήσανε μαζί ολόκληρο το βράδυ
τη μέρα τον βοήθησε για πλοίο και κοπάδι
για τρόφιμα και υλικά χρήσιμα στο ταξίδι
τη νύχτα πάλι ερωτά, πρήστηκε το γλωσσίδι.

Ετσι χορτάτη η θεά απ’ το τρελό γαμήσι
ώρα πολλή ορμήνευε σ’ ένα γλυκό μεθύσι
τον άντρα που την έσκισε,
το φίνο, τον αλήτη
πως να σωθεί και τι να πει σ’ ανθρώπους και προφήτη.

Κι όταν ξημέρωσε καλά, γλειφόντουσαν ακόμα
ώσπου σχεδόν αναίσθητοι και με βαρύ το σώμα
επέσανε ημιθανείς, μα η ψυχή πετούσε
σφάδαζε η κορμάρα της, τον πούτσο του μασούσε
κι αυτός της έγλυφε γλυκά τ’ ασύγκριτο κορμί της
ρουφώντας μέλι αθάνατο απ’ το γλυκό μουνί της.

Μα ξάφνου όλα σώπασαν, τα μουγκρητά χαθήκαν
και δυο κορμιά σαν νεκρικά σε ένα ενωθήκαν
για λίγα δευτερόλεπτα ένιωσαν πεθαμένοι
κι από την καύλα την πολλή, χαμένοι μαγεμένοι.

Μα γρήγορα συνήλθανε και στο λουτρό επήγαν
και λούστηκαν και πλύθηκαν, για το καράβι φύγαν.
Και τότε ο μέγας Οδυσσεύς φωνάζει στους συντρόφους
να ετοιμασθούν και νάρθουνε από τους γύρω λόφους
για τη γλυκιά πατρίδα τους να ξεκινήσουν πάλι
φίλους, γνωστούς και συγγενείς να σφίξουν στην αγκάλη.

````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

Ο ΟΔΥΣΕΥΣ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΣΕΙΡΗΝΩΝ

Πάνω στην πλώρη την φαρδιά, την διπλοσκαλισμένη
κάθεται ο Οδυσσεύς με την καρδιά σκισμένη
μήνες τον εβασάνισαν πείνα και ταλαιπώρια
και τ’ άλλο το χειρότερο το λογαριάζει χώρια.

Εχει καιρό να δει μουνί, κι αυτό ‘ναι που τον σκιάζει
για το φαΐ και το πιοτί δεν τόνε πολυνοιάζει
ο δύστυχος ο Οδυσσεύς οπούχε συνηθίσει
κι απ’ το μουνί τον έβγαζε μόνο να κατουρήσει.

Εκτός απ’ την γυναίκα του που ήταν θεοκόματος
είχε γαμήσει και μουνιά κάθε λογής και χρώματος.
Αυτός που τόσες πέρασαν απ’ τον χοντρό του ψώλο
τους άνδρες να παρακαλεί για να του δώσουν κώλο.

Αυτά καθώς σκεφτότανε με καύλα και με πάθος
ξάφνου ακούστηκε φωνή "νησί μπροστά στο βάθος".
Ο Οδυσσεύς τινάχτηκε του φάνηκε σαν ψέμα
είδε αμέσως το νησί το έμπειρο του βλέμμα.

Δίχως να πάψει μια στιγμή προς τη στεριά να βλέπει
το βρώμικο το χέρι του έβαλε μες την τσέπη
κι έβγαλε πάπυρο παλιό και χιλιοδιπλωμένο
χάρτη καλό που ναυτικός τον είχε καμωμένο.

Μα πριν του ρίξει μια ματιά να δει μην είναι η Δήλος
σηκώθηκε η ψωλάρα του και γίνηκε σαν στύλος
έσκισε τον χιτώνα του, βγήκε έξω η μισή
και γέρνοντας στ’ αριστερά του ‘δειξε το νησί.

τότε κατάλαβε ο Οδυσσεύς απ’ της ψωλής τους τρόπους
πως στις σειρήνες φτάσανε που τρώγανε κι ανθρώπους
μα των σειρήνων το νησί δεν ήταν τίποτ’ άλλο
παρά μπουρδέλο υπαίθριο παρά πολύ μεγάλο
γιατί εκείνο τον καιρό τους έπιασε μια τρέλα
και μ’ ένα διάταγμα αυστηρό κλείσανε τα μπουρδέλα
όλες τις πόρνες μάζεψαν απ’ τα κρυφά τους άντρα
και τις αφήσαν στο νησί μονάχες Δίχως άντρα.

Απ’ την πολλή την καύλα τους ουρλιάζανε κι εκείνες
και απ’ την βοή που κάνανε τις βγάλανε σειρήνες
Δίχως να εξετάσουνε, Δίχως μεγάλους κόπους
έγραψαν οι Ιστορικοί πως τρώγανε κι ανθρώπους.

Θεοί, τι ψέμα φοβερό, εκείνες οι καημένες
άνδρες σαν φτάσαν στο νησί κάναν σαν λυσσασμένες
με περιποίηση πολλή τους παίρναν στην αυλή τους
και εκεί βεβαίως τρώγανε, μα μόνο το καυλί τους.

αυτό το ήξερ’ ο Οδυσσεύς κι είχε χαρά μεγάλη
δεν είπε όμως τίποτα να μην το μάθουν οι άλλοι
έδεσε τους συντρόφους του τους βούλωσε τ’ αφτιά
πετάει και τα ρούχα του και ρίχνει μια βουτιά
κολύμπαγε ανάσκελα γρήγορα
με τετάρτη
κι ο καυλωμένος πούτσος του φάνταζε σαν κατάρτι
αυτές τον βλέπουν νάρχεται στριμώχνονται σαν βόδια
ξαπλώνουν όλες στην ακτή κι ανοίγουνε τα πόδια.

Σαν φτάνει κείνος στην στεριά ειν’ απ’ την καύλα μαύρος
γαμεί δεξιά κι αριστερά και μουγκανάει σαν ταύρος
τις γάμησε επτά φορές μέσα σε μια ώρα
και για όγδοη πήγαινε γιατί είχε πάρει φόρα
μα κείνες ξεκαβλώσανε τους πέρασε η καύλα
και στο τρελό γαμήσι του βαλαν' τελεία-παύλα
μέσα στο δάσος τρέξανε κρυφτήκανε με βιάση
κι άδικα ψάχνει ο Οδυσσεύς καμία για να πιάσει.

Γυρίζει όλο το νησί ψάχνοντας με κακία
κι αφού δεν βρίσκει πια καμιά βαράει μαλακία
κι έφτασε στους συντρόφους του ταχύς με μακροβούτια
κι άρχισε να τους φιλά να τους κρατά τα μπούτια
κοιτάει τους συντρόφους του με ματιά λαμπερά
φουσκώνοντας τ’ αρχίδια του τα μαύρα καυλερά
έτσι δεμένους στ’ άλμπουρο πλησίασε με δόλο
και έναν-έναν στη σειρά τους γάμησε τον κώλο.

````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

ΣΚΥΛΛΑ ΚΑΙ ΧΑΡΥΒΔΙΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

Στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη Μετά απ’ τις σειρήνες
πέρασαν δύσκολες στιγμές, πέρασαν δύο μήνες
ήταν γυναίκες δυνατές, σκληρές αντρειωμένες
πλακομουνούδες άφθαστες από ψωλή καμένες.

Καθόλου δεν εχώνεβαν τους άντρες τους γαμιάδες
τους έσκιζαν, τους έγδερναν σα να ‘τανε πουλάδες
γι’ αυτό κι αρπάξανε πολλούς και τους σκοτώσαν όλους
αφού τους εβασάνισαν την πούτσα και τους κώλους.

Οι λίγοι που εγλύτωσαν απ’ τα μαρτύρια τούτα
σε λίγο αντικρίσανε χώρα γεμάτη φρούτα
ήταν του Ηλιου το νησί με πρόβατα ωραία
κι αγελάδες ζωηρές που βόσκανε παρέα.

τότε ξεχύθηκαν με μιας όλοι τους στο λιβάδι
και στην κραιπάλη την αισχρή το ‘ριξαν μέχρι βράδυ
γαμούσανε τα ζωντανά με πόθο και μανία
και κάνανε τους κώλους τους σα να ‘τανε χωνιά.

Κι ύστερα άρχισε η σφαγή των γαμημένων ζώων
ιδού πως εκατάντησαν σύντροφοι των ηρώων.
Μα ο θεός λυπήθηκε τα ζώα τα καημένα
που όλα τα εξέσκισαν και έγιναν γαμημένα
και όλους αυτούς τους ασεβείς τους έστειλε στον Αδη
να ζούνε κάτω από τη γη και μέσα σε σκοτάδι.
Και ο Οδυσσέας έμεινε με Δίχως πια συντρόφους
κι αγνάντευε περίλυπος όλους τους γύρω λόφους.

````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

Ο ΟΔΥΣΕΑΣ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΑΛΥΨΩΣ

Μετά από κόπους φοβερούς, πάμπολλες τρικυμίες
κι αμέτρητες με θάνατο π’ έκανε γνωριμίες
όταν στο πέλαγος γυμνός και με ψυχή χαμένη
η Καλυψώ δυναμικά τον έσωσε η καημένη
όταν κολύμπαγε Αυτός προς την ξηρά για να βγει
κι είδε τον πούτσο του ορθωτό και η καρδιά εκάγη.

τότε κατέβει αθέατη και του τον εφιλούσε
τον έγλυφε, τον έπαιζε και τον επιπιλούσε
και στην ξηρά τον έσπρωχνε και λίγο τον τραβούσε
το αποχαυνωμένο το κορμί που όλο σπαρταρούσε.

Κι ετσι βγήκε στην ξηρά σχεδόν ρυμουλκημένος
από τον πούτσο τον μακρύ, κρύος και μαραμένος
κι όταν συνήλθε κάποτε και φθάνει στο παλάτι
τότε την βλέπει νά ‘ρχεται φουριόζα και τρεχάτη.
Βοήθεια, ρούχα και φαΐ να του προσφέρει τάχα
απ’ ανθρωπιά κι αισθήματα που ένιωθε μονάχα
για κάθε που θα ‘ρχότανε στο ερημικό νησί
κι είχε ανάγκη από φαΐ και ρούχα και κρασί.

Μα για πολύ δεν κράτησαν τα τυπικά του κώλου
γιατί λιγουρευότανε το κάλος του του ψώλου
κι αμέσως τότε άρχισαν τα φοβερά τα όργια
μες την θερμή της αγκαλιά την όμορφη πανόργια
κι ετσι περνούσε ο καιρός γεμάτος συγκινήσεις
κι έχυνε ο πούτσος του σαν το νερό της βρύσης
μα λυπημένος κάθεται την θάλασσα θωρεί
που στην γλυκεία πατρίδα του, να φθάσει δεν μπορεί.

Μα κάποτε λυπήθηκαν την τύχη του οι Θεοί
και μήνυμα στην Καλυψώ του Ολύμπου οι κραταιοί
τον φτερωτό Ερμή της στείλαν για να δώσει
απόφαση τελειωτική που την καρδιά θα λιώσει.

Ρίγησε τότε η Καλυψώ κι από θυμό γιομάτη
σκέφτηκε νύχτες και στιγμές απ’ ηδονή χορτάτη.
Είστε σκληροί, ζηλόφθονοι, μουρμούρισε με πόνο
και μα το Δια μου ‘ρχεται να φτάσω μέχρι φόνο.

Φθονείτε όλοι σας ψηλά, την όμορφη μου τύχη
βρέθηκε ναναι πουτσαράς, τον έχει ένα πήχη.
όμως εγώ τον έσωσα στο πέλαγος πνιγμένο
από ανθρώπους και θεούς τελείως ξεγραμμένο
και το γλυκό μου το μουνί και όλο μου το σώμα
Αυτός μονάχα το γαμεί και μ’
έχει κάνει λιώμα.
Μα τι να κάνω η δύστυχη και την καρδιά μου σφάζουν
θα υποταχθώ στη μοίρα τη σκληρή, αφού με διατάζουν.

Κι είπε ο Ερμής ο φτερωτός θερμά και λυπημένα:
Ελα καλή μου Καλυψώ, μη τα ‘χεις πια χαμένα
δώσε εσύ τις συμβουλές, βόηθα τον να
φύγει
κουράγιο κάνε, βάσταξε, όσο και αν σε θίγει.

Αυτά 'πε και εχάθηκε στης νύχτας το σκοτάδι
κι η Καλυψώ εζήταγε χαρά και λίγο χάδι.
τότε γλυκά, ναζιάρικα μ’ αβάσταχτη τη καύλα
απ’ την ακτή τον φώναξε, στους ρεμβασμούς του παύλα.

όταν του υποσχέθηκε πως θα τον εβοηθήσει
να φύγει από το νησί κι αλλού να πάει να ζήσει
τότε Αυτός αχόρταγα την ξάπλωσε στο στρώμα
την φίλαγε, την έγλυφε, της δάγκωνε το σώμα
Μετά την ετουμπάρισε της έστησε τον κώλο
και μαλακά της βύθισε τον άγριο του ψώλο
με χέρια
πια τρεμάμενα και λιγωμένα χείλη
μούγκριζε κι ακουγότανε γύρω στο ένα μίλι.
Της έτριβε τις ρόγες της, της έγλυφε το σώμα
κι από την καύλα την πολλή είχανε γίνει λιώμα.
Μα κάποτε ξημέρωσε και έπρεπε να φύγει
όσο και αν ελιώσανε με καύλα που να πνίγει.

Κι η Καλυψώ εφώναζε, γαμιά μου γύρνα πίσω
έλα αγαπούλα μου γλυκεία και θα λιποθυμήσω
χωρίς ψωλή στο σπίτι μου πως θα γενεί να ζήσω
ντυμένη ωραία προκλητικά το σώμα θα στολίσω
για να καυλώσω το Θεό μαζί μου και να χύσει
απ’ του Ολύμπου το βουνό σκληρά να με γαμήσει
καύλα που φύτεψε ο Οδυσσεύς να ‘ρθεί να την τρυγήσει.

τότε λοιπόν ο Οδυσσεύς της λέει ένα γεια σου
τι καύλες πάλι μ’ άναψες, πως δείχνει η ομορφιά σου
μ’ αυτά τα νάζια τα γλυκά το σώμα μου καυλώνεις
μα κάτσε τώρα ήσυχη γιατί πρέπει να φύγω
και τα πανιά του καραβιού αμέσως τα ανοίγω.

````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΦΑΙΑΚΩΝ

Ορκο στο γιο του ο Ποσειδών μεγάλο είχε τάξει
όταν με δόλο ο Οδυσσεύς το μάτι του ‘χε κάψει
να τον παιδεύει διαρκώς, να μη τόνε αφήσει
απ’ του σπιτιού το τζάκι του καπνό να αντικρίσει.

Τα πλοία του εβύθιζε το ‘να μετά το άλλο
γιατί το μίσος του γι αυτόν ήταν πολύ μεγάλο.
Με το στερνό λοιπόν που έφτιαξε ο Οδυσσεύς καράβι
στην Πηνελόπη την πιστή που τώρα ράβει
το θρυλικό της κέντημα, σκέφτηκε να γυρίσει
και κάτι βρώμες π’ άκουσε να τις ξεκαθαρίσει.

Το πλοίο γοργοτάξιδο τα κύματα ξεσκίζει
και μέσα στην καμπίνα του ο Οδυσσεύς πασχίζει
τον πούτσο του που καύλωσε κάπως να τον καλμάρει
κι από το πολύ το σήκωμα μοιάζει σαν παλαμάρι.

Ηδονικά στην σκέψη του την Πηνελόπη φέρνει
όταν το πλοίο ξαφνικά αρχίνισε να γέρνει.
Μπατάρισε πάρα πολύ, ήρθε η επάνω κάτω
και ξαφνικά ευρέθηκε στης θάλασσας τον πάτο.

γιατί το πλοίο μπλέχτηκε σε φοβερό κυκλώνα
που είχε στείλει η οργή του θείου Ποσειδώνα.
Ο Οδυσσεύς κολύμπησε να βρει κανένα ξύλο
και τέλος τα κατάφερε, πιάστηκε σ’ ένα στύλο.
Μέρες πολλές κολύμπησε στο κούτσουρο πιασμένος
και με μεγάλη του χαρά αντίκρισε ο καημένος
στο βάθος του ορίζοντα ένα μικρό νησάκι
κι ο νους του αμέσως πέταξε σε τρυφερό μουνάκι
που πιθανόν θα έβρισκε, εκεί για να γαμήσει
και με τη σκέψη του αυτή του ‘ρθε να ξεροχύσει.
Ευθύς δυνάμεις μάζεψε, δυο απλωτές ακόμα
κι ως που να πεις βερίκοκο, επάτησε στο χώμα.

Παρ’ όλο που αισθανότανε τόση μεγάλη καύλα,
απ τη μεγάλη κούραση έπεσε κάτω τάβλα.
Πόσο πολύ κοιμήθηκε, ούτε ο ίδιος ξέρει,
μα όταν στο τέλος ξύπνησε, τον κράταγε στο χέρι.

είδε πως ήταν τάχατες σ’ ωραίο περιβόλι
κι από τα δέντρα κρέμονταν σωρό αφράτοι κώλοι
κώλοι λευκοί και στρογγυλοί, κώλοι αδροπλασμένοι,
λες και για την ψωλάρα του να ήτανε φτιασμένοι.
Στο βάθος εκελάρυζε το χύσι στα ρυάκια
κι έσκυβαν να δροσιστούν σωρό γλυκά μουνάκια.

Μόλις τον μυριστήκανε άρχισαν οι κώλοι
σα να ‘τανε
καλόγνωμες ν’ ανοιγοκλείνουν όλοι.
Κι Αυτός γαμούσε τάχατες τ’ αφράτα κωλομέρια,
και δυο βυζάκια στρογγυλά έτριβε με τα χέρια,
το στόμα του πιπίλιζε ένα μουνί παρθένο
κι απ’ τη μεγάλη καύλα του ξεφύσαγε σαν τρένο.

είχε αρχίσει κι έχυνε, τι ηδονή μεγάλη
υγρά κι αντάρα ξέρναγε του πούτσου το κεφάλι,
πέταγε το ψωλόχυμα σωστά εξήντα μέτρα
και είχε τόση δύναμη που τρύπαγε και πέτρα.

Μα ξάφνου εκεί που άρχιζε να βγάζει τα υγρά του,
εξύπνησε ο φουκαράς κι είδε, ω συμφορά του,
πως όλα ήταν ψέματα, τα είδε στ’ όνειρό του
κι ο πούτσος του ζωγράφιζε νησιά στο σώβρακό του.

σηκώθηκε απότομα, πέταξε τον μανδύα
και με τα μούτρα ρίχνεται στη σωβρακομαντεία.
Με μια ματιά που έριξε στων νήσων την σωρεία
το γερακίσιο βλέμμα του γέμισε απορία.

Σήκωσε το κεφάλι του στιγμή χωρίς να χάσει
κι αμέσως ετινάχθηκε ορθός γεμάτος βιάση
γιατί ένιωσε πως βρίσκονταν όχι στο Καπανδρίτι
μα κει που εβασίλευε Αλκίνοος και Αρήτη.

Ευθύς αμέσως ένιωσε γλυκιά ανατριχίλα,
σκούπισε τα παπάρια του με λίγα ξερά φύλλα
κι ολόγυρα εκοίταξε γεμάτος απορία,
γιατί ‘ξερε ο μπάσταρδος από την ιστορία
πως των Φαιάκων το νησί δεν ήταν τίποτ’ άλλο
παρά ένα σωστό κωλάδικο παρά πολύ μεγάλο.
Η Αρήτη αβέρτα το ‘κανε μ’ όλους τους αυλικούς της
κι ο Αλκίνοος χαχάνιζε γιατί ‘ταν μέγας πούστης.
από μικρός φαινότανε τι πούσταρος θα γίνει
τότε που καθ’ ένα μωρό το δάχτυλο βυζαίνει,
Αυτός γύρευε σαν τρελός να γλύφει για μαντζούνι,
των αυλικών, των δούλων του, των φίλων το τσουτσούνι.

Αν πεις και για την Ναυσικά, την όμορφη μαργιόλα,
ήτανε μέγας πούτανος, μια τρομερή καριόλα,
Σ’ όλα τα σπίτια έτρεχε, έμπαινε πριν βραδιάσει
και κανενός δεν άφηνε τον πούτσο να σκουριάσει.
Διάλεγε όμορφες ψωλές, τις χάιδευε με τρέλα,
κι ύστερα τις πιπίλαγε σαν να ‘ταν καραμέλα.

Παιδούλα ακόμα άπραγη με
μεταξένιες μπούκλες
τότε που όλα τα παιδιά παίζουνε με τις κούκλες
αυτή ‘χε για παιχνίδι της μικρό ένα τακουνάκι
κι ολημερίς το έχωνε στ’ ωραίο της μουνάκι,
κι όταν ποτέ βαριότανε να παίζει το τακούνι
επιδινόταν σ’ ένα σπορ, γνωστό σαν πλακομούνι.

Στη Ναυσικά τριγύρναγε ο νους του, την κουφάλα,
όταν πάνω στον πούτσο του γκελάρισε μια μπάλα.
ήταν μια μπάλα όμορφη, γεμάτη μπιχλιμπίδια,
κι απ’ το γερο το χτύπημα του ζάλισε τ’ αρχίδια.

αμέσως ακούστηκαν φωνές, κραυγές και γέλια
και να κοπέλες φάνηκαν μ’ ολόγυμνα τα σκέλια
και πρώτη απ’ όλες, πανώρια η Ναυσικά του,
ίδια όπως την είχε δει πριν λίγο στ’ όνειρά του.
ήτανε κάτασπρη, ψηλή, όμορφη σαν μαντόνα
κι ήτανε πλήθος τα παιδιά που κάνανε σφεντόνα
το πούτσο τους για χάρη της κοιτώντας με κακία
και τράβαγαν βράδυ-πρωί με λύσσα μαλακία.
Τα χείλη της μαργιόλικα σου ‘λεγαν πάντα όχι,
το ναι της όμως το ’βλεπες μες των ματιών την κόχη.
Τα στήθη της δροσοπηγές, κι απ’ της φωνής τον τόνο
έβλεπες πως εγνώριζε πάμπολλα για τον φόνο.

Με καλοσύνη ρώτησε, ποιος είναι, τι γυρεύει,
αλλά Αυτός αρχίνισε κιόλας να χαμουρεύει
σε όλα της απάντησε ψέματα από δόλο,
κι ενώ περνούσε δίπλα της της έπιανε τον κώλο.

αυτή τότε κατάλαβε πως ήθελε να σπρώξει
και πρόφαση εγύρευε, τις δούλες της να διώξει
τις διαβολόστειλε λοιπόν να πάνε μάνι-μάνι
να δούνε αν κουνιόντουσαν οι βάρκες στο λιμάνι.

μέσα στις φτέρνες ξάπλωσε και τούριξ’ ένα βλέμμα
που ήταν σαν να του ‘ριχνε φωτιά μέσα στο αίμα.
Ο Οδυσσεύς δεν άντεξε να περιμένει άλλο
κι όρμησε λες κι ελέφαντας του πάτησε τον κάλο.

Παρ’ όλο που η καύλα του ήταν πολύ μεγάλη
κρατήθηκε κι ακούμπησε στα μπούτια το κεφάλι
τα δυο του χέρια χούφτιασαν τα τορνευτά της στήθη
κι όλες τις άλλες σκέψεις του τις σκέπασε η λήθη.
Σιγά-Σιγά τον πούτσο του μες το μουνί της βάζει
και κείνη απ’ την καύλα της αρχίζει να ουρλιάζει,
όμως ο πολυμήχανος δεν της τον βάζει όλο,
κι όταν αυτή εσπάραζε της χάιδευε τον κώλο.
Μες του μουνιού της τρίβοντας, ο πούτσος τα καπάκια
γιατ’ ήξερε ο μπάσταρδος τερτίπια και κολπάκια,
που τάμαθε τόσο καιρό μπουχέ τα πήγαιν’ έλα
κι είχε φοιτήσει ανελλιπώς στα πιο καλά μπουρδέλα.
Τα χέρια του της χάιδευαν τις πιο κρυφές γωνιές της
κι εκείνη ξεφωνίζοντας δάγκωνε τις γροθιές της
κι ενώ αυτή σκεφτότανε τώρα θα μου τον χώσει,
Αυτός τον ξανά έβγαζε σαν να ‘χε μετανιώσει.

Το γλείψιμο αρχίνισε σε όλο το κορμί της
μα όμως δεν επρόλαβε να φτάσει στο μουνί της.
Τ’ άρπαξε την ψωλάρα του με το λευκό της χέρι
και στο μουνί την έβαλε σαν να ‘ταν γουδοχέρι.

Με ψαλιδιά τα πόδια της στη μέση του τυλίγει
κι απάνω του γαντζώνεται μήπως και της ξεφύγει.
Ο Οδυσσεύς δεν άντεξε άλλο να περιμένει
γιατ’ είχε αρχίσει και Αυτός βαριά να ανασαίνει.

Σα λυσσασμένος έσπρωξε τον τρομερό του ψώλο,
κι η Ναυσικά ξεφώνισε, σκίσε με, βάλτον όλο.
Η καύλα την πλημμύρισε, λαχάνιασμα την πιάνει
κι όλο τον κόσμο γύρω της αρχίζει να τον χάνει.

Κι αρχίζει σκαμπανέβασμα σα να ‘τανε φρεγάδα
και το μουνί της το ‘τρεμε μ’ ανήκουστη σβελτάδα.
Το ρυθμικό της κούνημα βάσταξε πολλή ώρα
τέλος όμως δυνάμωσε κι είχαν πάρει φόρα
στη μια στιγμή ενώνονταν στην άλλη χωριζόταν
σα φίδια στριφογύριζαν και σφιχταγκαλιαζόταν.
Μάνα μου σκούζει Ναυσικά, από την καύλα σβήνω.
Βιάσου εμούγκρισ’ ο Οδυσσεύς, κι εγώ σε λίγο χύνω.
Μα κείνη το κατάλαβε, δεν ήταν δα χαζή
χύσε αγάπη μου γλυκεία,
να χύσουμε μαζί
και σ’ ένα ύστατο σπασμό, τρεμούλιασμα σαν ψάρια
καθώς αυτή του χάιδευε τα τριχωτά παπάρια.

Ακόμη του εχάιδευε τ’ αριστερό παπάρι
και δεν επρόλαβε καλά χαμπάρι να το πάρει
για πότε την εγύρισαν τα στιβαρά του χέρια
κι ο πούτσος του καρφώθηκε στ’ αφράτα κωλομέρια.

Σα της γαρίδας βγήκανε της Ναυσικάς τα μάτια
απ’ την ψωλιά την φοβερή την έκανε κομμάτια
από τον πόνο τον πολύ τη πλουμιστή χλαμύδα
καθώς χάμω εσπάραξε σα να ‘ταν παλαμίδα.

όμως ο πολυμήχανος που τη δουλειά του ξέρει,
τ’ αυτάκι της πιπίλαγε με το ‘να του το χέρι
χαϊδεύει τ’ αναιδέστατα, τα μυτερά της στήθη,
ενώ τ’ άλλο ευκίνητο μες το μουνί εχύθη.

Της τρίβει ασταμάτητα το μακρουλό γλωσσίδι
και μπαίνει-βγαίνει συνεχώς, γλιστράει σαν το φίδι.
"Τσόγλανε" σκούζει Ναυσικά, "μαλάκα μου, με τσουζει
μου εσκισες τον κώλο μου σαν να ‘τανε καρπουζι
εγώ τον εκαμάρωνα και το ‘χα καύχημά μου,
τον κούναγα κι εσειώτανε η γη στο πέρασμά μου,
κι εσύ μου τον σακάτεψες, μαλάκα, άει σιχτίρι,
δεν είναι κώλος πια Αυτός, μα τρύπιο σουρωτήρι".

όμως του πολυμήχανου τ’ αυτί του δεν ιδρώνει,
σφυράει του πούτσου το χαβά και πιο βαθιά τον χώνει
νιώθει του κώλου την δροσιά, τα σάλια του μαζεύει,
"Κούνα γλυκά τον κώλο σου, κούνα τον κυκλικά,
θέλω να χύσω αγάπη μου, να χύσω πιο γλυκιά".

````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

ΟΙ ΑΧΑΙΟΙ ΑΠΟΠΛΕΟΥΝ

ήταν σχεδόν αδύνατο μες την παλιά την πόλη
να βρει κανείς για να κρυφτεί χαντάκι η περβόλι
την Τροία πια την όμορφη την είχαν ξεκληρίσει
και οι γυναίκες στην σειρά, κάνανε όλες πλύση.

Πλένανε και χτυπούσανε τον κώλο τους στη γη
για να ‘βγει το ψωλόχυμα και κάνανε πληγή.
Κι αδιάκοπα ακουγόντουσαν σπαρακτικές κραυγές
κι όποιος αντιστέκετο, έπεφταν και σφαγές.

Από την άλλη την πλευρά, στων Αχαιών τα πλήθη
γλέντια, χαρές, ξεφάντωμα, γαμήσια κακοήθη.
Τα πάντα σε ερείπια ήτανε σωριασμένα
κι όλοι γυρνούσαν σαν τρελοί και τα ‘χανε χαμένα.

Στους καυλερούς τους Αχαιούς σαν άλμπουρα οι ψώλοι
στους Τρωαδήτες σκούζοντας "πονάνε πια οι
κώλοι"
το βράδυ που κουράστηκαν απ’ την πολλή καβάλα
αρχίσανε να σκέπτονται για σύντομη φευγάλα.

Στα πλοία κουβαλούσανε διαμάντια και πετράδια
χρυσάφι, ασήμι και χαλκό μεσ’ τα βαθιά σκοτάδια
τα πήγαιναν στ' αμπάρια τους τα παραφορτωμένα
κι από τα πλούτη τα πολλά τα είχανε χαμένα.

Κι αφού τελειώσαν όλα αυτά, τα τόσο λυπηρά
την χιλιογαμημένη πήρανε, σαν να ‘τανε κυρα
και την παρουσιάσανε πως ήταν αρπαγμένη
και πως με ζόρι κι απειλές ήτανε γαμημένη.

Γιατί σαν συναντήθηκαν στο ξένο το παλάτι
έξυπνη και πανέμορφη και καύλα όλο γεμάτη
κι ολόγυμνη με το μουνί καλά αρωματισμένο
με μόνο το βρακάκι της κι αυτό μισό βγαλμένο
μπροστά εις τον Μενέλαο εστάθη η Ελένη
κι αυτός θωρώντας την βουβά με πούτσα καυλωμένη
άρχισε να γυμνώνεται, πετώντας το σπαθί
και στη στιγμή οι σύντροφοι του τον έχουν μιμηθεί
και όσο αυτός εγάμαγε μ’ ορμή και φλυαρία
όλος ο άλλος ο στρατός βαρούσε μαλακία.

Μα όλα ετελείωσαν, τέρμα στα πανηγύρια
έλυσαν τα καράβια τους, χάλασαν τα τσαντίρια
στοιβάζουν τις αιχμάλωτες, βουνό τις κακομοίρες
νέες μικρές ανύπαντρες, γεμάτες όλο ψείρες
θυσίασαν του Πρίαμου την κόρη Πολυξένη
για να τιμήσουν τους Θεούς σ’ όλη την οικουμένη.

Ετσι εξεκινήσανε απ’ την ερειπωμένη Τροία
χαράζοντας κατεύθυνση και σταθερή πορεία
για της πατρίδας το χωριό, τη πόλη, το λιμάνι
μ’ επιθυμία αμέτρητη να φτάσουν μάνι-μάνι.
Και δεν θ’ αργούσαν να’ φταναν στην όμορφη πατρίδα
αν ξαφνικά δεν έπιανε μεγάλη καταιγίδα.

Φύσηξ’ αέρας τρομερός, κι αγρίεψε η φύση
μαύρο βουνό η θάλασσα, τα πλοία πήραν κλίση
σκίστηκαν όλα τα πανιά, σκόρπισαν τα καράβια
κι έχασε η μάνα το παιδί κι η σκύλα τα κουτάβια
κι έτσι επροσπαθήσανε και περιπλανηθήκαν
κι άλλοι γυρίσαν νικητές κι άλλοι γαμηθήκαν.

Ομως από τους ήρωες που κούρσεψαν την Τροία
κανείς δεν εκουράστηκε, ως λέει η Ιστορία
όπως ο πολυμήχανος, πανούργος Οδυσσέας
που από μικρός αρέσκετο σε πονηράς παρέας.

Γιατί η φίνα Αθηνά του κράταγε κακία
όταν αυτός εδιάλεξε μια δόση μαλακία
και δεν την άφησε γυμνή τον πούτσο του να παίζει
να τον ρουφά αχόρταγα σα να ‘χε
πετιμέζι.

````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΩΤΟΦΑΓΩΝ

Ο άνεμος τους έφερε στη χώρα των Κικόνων
επάνω στο κατάστρωμα τα πάντα όλα σαρώνουν.
Βγήκαν αμέσως στην ξηρά κι άρχισαν επιθέσεις
μάζεψαν λάφυρα πολλά, του μέλλοντος ανέσεις.

Μάχη εδώσανε σκληρή και χάσανε συντρόφους
όταν τους επετέθησαν στους γύρω-γύρω λόφους,
την ώρα που γαμούσανε τα δροσερά μουνάκια
και τρώγανε και πίνανε με καύλα και μεράκια.

Μετά εξεκινήσανε και στα καράβια μπήκαν
αυξάνοντας σημαντικά των θυγατρών την προίκαν.
Δεν άργησε κι αγνάντεψαν ξανά ένα νησί
κι αρχίσανε να τραγουδούν, να πίνουν και κρασί,
μα η ξηρά π’ αράξανε είχε πολλές παγίδες
οι Λωτοφάγοι μένανε, κοντά και με φακίδες
μα τις ψωλές πολύ καλά τις είχαν ακονίσει
κώλο μονάχα γάμαγαν σ’ ένα τρελό μεθύσι.

Και λένε οι ιστορικοί, πως τρώγοντας λωτούς
τόσο γλυκοί που ήτανε, ξεχνούσαν τους γνωστούς
οι επισκέπτες όλοι τους όσο κι αν λαχταρούσαν
και στη γλυκιά πατρίδα τους ποτέ τους δεν γυρνούσαν.

Κι αυτό πάντα συνέβαινε που είπα παραπάνω
μα ο λόγος ήταν διάφορος και στη αλήθεια φτάνω.
Σ’ αυτό το ωραίο το νησί με τις πολλές κοιλάδες
ζούσαν οι μεγαλύτεροι, τρανοί κωλομπαράδες.

Αυτοί με τέχνη ασύγκριτη και μέθοδο σπουδαία
γαμούσανε χωρίς ντροπή και μόνοι και παρέα
με σχέδιο αλάνθαστο, πάντα πετυχημένο
για κώλο που ‘χε γαμηθεί, για κώλο και παρθένο.

Ετσι τα καταφέρνανε, με τέχνη και μανία
και δεν παρέμενε ποτέ καμία παρθενία
κι οι Αχαιοί γλυκάθηκαν απ’ το τρελό γαμήσι
κι έχυνε ο κώλος ολονών σα να ‘τανε μια βρύση.

Μα ο πανούργος Οδυσσεύς που όλα τα ρυθμίζει
τους κώλους υποσχέθηκε σ’ όλους να τους δροσίζει
και τότε δέχτηκαν Αυτοί το πλοίο να κινήσει
μα ζήτησαν ολοι μαζί πρώτα να τους γαμήσει.

Κι ο Οδυσσεύς
γλυκόψωλος πηδώντας και με γέλια
τον πόθο άναψε παντού σε κώλους και σε σκέλια
και η ψωλή καυλώθηκε, μαγκούρα έχει γίνει
καθόλου δεν κουράστηκε, σαν βρύση όλο χύνει.

Ικανοποιώντας τους λοιπόν όλους εις την αράδα
τους γάμησε, τους ξέσκισε όλους με νουμεράδα
και ξαναφύγαν μ’ όρεξη για τη γλυκιά πατρίδα
ελπίζοντας μη πέσουνε σ’ άλλη καμία παγίδα.

````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΟΥΣ ΚΥΚΛΩΠΕΣ

πολύ εδυσκολεύθηκε την συντροφιά να πείσει
να ξεχαστούν συνήθειες που είχε αποχτήσει
να σταματήσουν να ζητούν όλους να τους γαμήσει
φωνάζοντας και λέγοντας πως θα τους απολύσει.

Κι ετσι τα κατάφερε ένα πρωί να φτάσουν
σε κάποια όμορφη στεριά Θεό για να δοξάσουν
που όλους τους απήλλαξε απ’ τα κακά τα βίτσια
αυτούς τους λεβεντόκορμους ψηλούς σαν κυπαρίσσια.

Μα η χώρα που ποδίσανε ήτανε των Κυκλώπων
κι εκεί τους επερίμενε ζωή γεμάτη κόπων.
όταν σκοτείνιασε αρκετά, ξεκίνησαν με τάξη
ο Οδυσσεύς με δώδεκα, προμήθειες να αρπάξει.

Εμπήκαν μέσα σε σπηλιά κι όλα πηγαίναν φίνα
και είχαν εξασφαλισθεί στο μέλλον από πείνα.
Μα ξάφνου εμφανίστηκε ο Κύκλωπας στη πόρτα
έμπασε μέσα τα αρνιά και άναψε τα φώτα.
αγρίεψε και φώναξε κι άρπαξε δυο συντρόφους
ξερίζωσε τον πούτσο τους, τους έκανε πια ψόφιους
κι ενώ Αυτοί εβόγγαγαν πεθαίνοντας στο χώμα
τους έσχισε ολοζώντανους λουρίδες τους το σώμα.

Μα ο πανούργος Οδυσσεύς τα βόλεψε και πάλι
τον πότισε γλυκό κρασί, τον έκανε ρετάλι
κι αφού κοιμήθηκε βαριά μεσ’ το γλυκό μεθύσι
στειλιάρι έφιαξ’ αιχμηρό απ’ ίσιο κυπαρίσσι
κι αφού τον έγδυσε καλά, του το ‘χωσαν στο μάτι
και του ‘μπηξαν ταυτόχρονα στον κώλο άλλο κατάρτι
οι δυνατοί συντρόφοι του με βία και γινάτι
κι έφυγαν τρέχοντας μαζί από το μονοπάτι.
Εφτάσανε στο πλοίο τους, στο φίνο ακρογιάλι
μπήκανε μέσα στη στιγμή και με ορμή μεγάλη
ξεκίνησαν με τα κουπιά κι έφυγαν τρομαγμένοι
πιστεύοντας πως ήτανε απ’ τη ζωή χαμένοι.

````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΑΙΟΛΟΥ

Σε λίγο έφτασε ο Οδυσσεύς, στη νήσο Αιολία
χώρα που ‘χε σαν έμβλημα, μόρφωση και σχολεία.
Στην πράξη ομως ήτανε πρόστυχο νησί
που οι κάτοικοι του ζούσανε με χάδια και κρασί.

από το γέρο Αίολο επήρε τ’ όνομά του
το σεξ και κάργα πουτανιά επήρε απ’
τη μαμά του
και τώρα ας προσέξουμε τι λέγει η Ιστορία
για τους κατοίκους του νησιού για σεξ και πονηρία.

Μια ντουζίνα από παιδιά ο Αίολος είχε κάνει
έξι αγόρια φρόνιμα, ψηλά σαν πελεκάνοι
κι έξι κορίτσια όμορφα, γλυκά και μορφωμένα
για σπιτικό νοικοκυριό, μονάχα γεννημένα...

Τα πράγματα ομως δυστυχώς ήταν τελείως άλλα
Κι ολημερίς βρισκόντουσαν σ’ ανάσκελη καβάλα
μα την αλήθεια άλλαξε σαφώς ο ιστορικός
όταν εγάμησε τρελά κι αυτός περαστικός.

Με μια κουβέντα ήτανε φαμίλια που γαμιότανε
κι όλο
για πούτσους και μουνιά ολημερίς σκεφτότανε
με κατευθύνσεις και σκοπούς σε σύλληψη απίθανες
σταμάταγαν το ξέσκισμα και γίνονταν ημίθανες.

Και γράφει ένας διαβατικός πολύ χαριτωμένος
από παρακολούθηση, Γιατί είχ’ αυτό το μένος
δυο αδελφών που σκίζονταν επάνω στο κρεβάτι
και φώναζαν και μίλαγαν με καύλα και γινάτι:

"Μωρό μου, γλύκα μου εσύ, τεχνήτρα στο γαμήσι
τέτοια ηδονή αγάπη μου, τέτοιο γλυκό μεθύσι
ούτε η πορνομάνα μας δεν ξέρει τόσα κόλπα".
Κι εκείνη αποκρίθηκε "Πάψε βρε πούστη, σώπα
Γιατί
τα ίδια πράγματα μου λέει κι ο πατέρας"

"Ωστε γαμεί και ‘σένανε το βρωμερό το τέρας
και μου ‘λεγε ο άτιμος, ο ψεύτης, ο αλήτης
πως μόνο εμένανε γαμεί, εγώ είμ’ ο τεχνίτης"

τώρα λοιπόν γνωρίσατε τη χώρα Αιολία
που ‘ταν πανεπιστήμιο σε προστυχοσχολεία
Γι’ αυτό περάσανε καλά και μάθανε τερτίπια
του Οδυσσέα οι σύντροφοι μα γίνανε ερείπια.

````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑΣ ΚΙΡΚΗΣ

Τελείωσαν με τους Αιόλες και φθάσαν σε λιμάνι
κι ανέβηκε ο Οδυσσεύς γοργά και μανι-μανι
σε ένα λόφο υψηλό για να ‘βρει κάποιο σπίτι
ν’ ακούσει ανθρώπινη φωνή, να δει κανά πολίτη.

Εχώρισε τους άνδρες του σε δυο μικρές ομάδες
και είπε στον Εβρύλογο να πάει στις κοιλάδες
που ‘δε χτισμένο ακίνητο μεγάλο σαν σχολείο
μα ήτανε ανάκτορο τρανό με μεγαλείο.

Σε λίγο επλησίασαν και μπαίνουν στο παλάτι
μόνος κρυμμένος έμεινε και μ’ άγρυπνο το μάτι
ο αρχηγός Εβρύλογος στην άκρη μιας σχισμάδας
παραμονεύοντας να δει την τύχη της ομάδας.

από την κρύπτη του αυτή, που ήτανε χωμένος
πήρε τρομάρα φοβερή, κοιτούσε μαγεμένος
συντρόφους λεβεντόκορμους, δυο μέτρα παλικάρια
να γίνουν χοίροι στο λεπτό, να βόσκουν στα λιθάρια.

Μα στη στιγμή αντέδρασε και έτρεξε να φύγει
στο Οδυσσέα για να πει, τον πόνο που τον πνίγει.
Ο Οδυσσεύ στο μεταξύ μ’ Ερμή εσυναντήθη
κι αφού τον εδασκάλεψε, προς το παλάτι εχύθη.

εκεί την Κίρκη γάμησε μ’ ασύγκριτη γλυκάδα
την έδειρε, την μαύρισε, σαν να ‘τανε φοράδα
Γιατί ήταν μαζοχίστρια κι ήθελε κάργα ξύλο
και πούτσο να την εγαμεί, σαν της ΔΕΗ το στύλο.

Και όταν γλυκαθήκανε απ’ το τρελό γαμήσι
και το μουνί της έχυνε σαν να ‘τανε μια βρύση
τότε με μαγικά ραβδιά τους χτύπαγε ένα-ένα
κι άνθρωποι γινόντουσαν και τα ‘χανε χαμένα.

Ετσι ξεπέρασε κι αυτό της μοίρας το γραμμένο
και τόνε βρήκε το πρωί με πούτσο μαραμένο
μα είχε κράση δυνατή, κι ήταν μυαλό σπουδαίο
κι αμέσως ασχολήθηκε με κάτι το ωραίο.
Εσκέφθη να επισκεφτεί τους φίλους του στον Αδη
και στη Θεά το ζήτησε με θάρρος και με χάδι.
````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
:

Είναι γνωστή η Οδύσσεια στους πάντες και στις πάση
που αφηγείται τις σκηνές γοργά σε κάθε φάση
τις τρομερές, αβάσταχτες, φρικτές περιπλανήσεις
η άσχημη μοίρα Οδυσσεύ σ’ έβαλε να τρυγήσεις.

Γυρνώντας, ταξιδεύοντας δέκα γεμάτα χρόνια
σπουδαία τα κατάφερες, για σε μιλούν αιώνια.
Σ’ αναγνωρίζουν ολοι τους πανούργο, τολμηρό
στα πάτρια που γύρισες, σε τόπο βρωμερό,
και τους μνηστήρες μπόρεσες όλους να κυνηγήσεις
της Πηνελόπης το μουνί με λύσσα να τρυγήσεις.

Και τώρα φίλοι μου καλοί και χιλιοδιαβασμένοι
ολοι μαζί τη δράση του, την πολυδοξασμένη
ας δούμε πάλι από κοντά, πως έμεινε αιώνια
αχτύπητη, αθάνατη, στο πέρασμα στα χρόνια...

````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

ΑΙΤΙΑ ΤΡΩΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Ο Τρωικός ο πόλεμος είχε αφορμή τον κώλο
και όσα λέει ο Ομηρος γνωστά στον κόσμο όλο.
Ο κώλος και όχι το μουνί υπήρξε η αιτία
και προς απόδειξη αυτού ιδού η Ιστορία:

Τον Πάρη γιο του Πρίαμου νέο πολύ ωραίο
που οπως λεν οι στορικοί κωλομπαρά σπουδαίο
τυχαία φιλοξένησε κάποια φόρα στη Σπάρτη
ο βασιλιάς Μενέλαος στο μέγα του παλάτι.

Είχε όμως ο Μενέλαος ένα ανιψιό ωραίο
με κώλο ολοστρόγγυλο, κι έγινε το μοιραίο,
ο Πάρις ο κωλομπαράς σαν είδε αυτό τον κώλο
τον τορνευτό, το σπάνιο δια τον κόσμο όλο.

Τη νύχτα εσηκώθηκε και πήγε στο κρεβάτι
κι οχτώ φορές τον γάμησε με καύλα και ραχάτι
κατά κακή του σύμπτωση να σου και η Ελένη
βλέπει την τρομερή
ψωλή την τριπλοκαβλώμενη.
Και οπως ήταν φυσικό εκαύλωσε πολύ
και σκέφθηκε του Πάριδος να φάει την ψωλή.

Την άλλη μέρα ο άνδρας της σαν πήγε για κυνήγι
αυτή τα πλούσια τα βυζιά με τέχνη τα ανοίγει
στου Πάρη πάει την σκηνή, τάχα να τον ξυπνήσει
μ’ αυτός ευθύς κατάλαβε πως γύρευε γαμήσι.

Και η Ελένη στήθηκε να φάει τον ψώλο όλο
και ο Πάρης την εξέσκισε τη γάμησε απ’ τον κώλο.
Μα σαν η τρομερή ψωλή στον κώλο της εχώθη
την έσκισε κι ο κώλος της με το μουνί ενώθη.

Εις την κατάσταση αυτή πλέον μη δυνάμενη
να ζει με τον Μενέλαο η κωλογαμημένη
τον Πάρη ακολούθησε και φύγαν για την Τροία
και κει πλέον ελευθέρα γαμιέται η αχρεία.

Τσιμπούκια και εξηνταενιά, ψαλίδια, πλακομούνια
στενάζει ο τόπος και βογκούν, βογκούν τα κορφοβούνια
ολημερίς κι ολονυχτίς γεύεται και γαμιέται
και τώρα πια το κέρατο τ’ αντρός της δε μετριέται.

Στη Σπάρτη ο Μενέλαος ζει πλέον σαν χαμένος
περίλυπος μονολογεί και λέει απελπισμένος
Πούτσα μου πως κατάντησες εσύ σε τέτοιο χαλί
που όταν μύριζες μουνί γινόσουνα μεγάλη.
Αγρίευες και θέριευες, γινόσουν άνω κάτω
και ξέσκιζες της καθεμιάς τον μούνο και τον πάτο
τώρα κλεισμένη στο βρακί δε μου ζητάς παιχνίδια
κάθεσαι κι αναπαύεσαι στα ένδοξα σου αρχίδια.

Μα κάποτε σκεφτήκανε ολοι οι Βασιλιάδες
και βρήκαν λύση τολμηρή για
άντρες πουτσαράδες
Αποφασίσανε λοιπόν, πόλεμο με την Τροία
μα κει δυσκολευτήκανε ως λέει κι η Ιστορία...


````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

ΣΥΣΚΕΨΗ ΑΡΧΗΓΩΝ

Μαζεύτηκαν οι αρχηγοί για σύσκεψη μεγάλη
να πούνε τις απόψεις τους σε ένα ακρογιάλι
ο βασιλιάς Μενέλαος μονολογεί σαν γραία
και κλαίει και οδύρεται μαζί με Οδυσσέα:

Μενέλαος:
Μου ‘φυγε το Λενάκι μου και πήγε με τον Πάρη
Λες και δεν είχα και εγώ αρχίδια και παπάρι.

Οδυσσεύς:
Ησύχασε Μενέλαε μην κανείς σαν Μωρό
ξέρεις εγώ τα κλάματα πολύ τα τιμωρώ
θα στον τσακίσω τον μπινέ και θε να βλαστημήσει
την ώρα π’ απεφάσισε να σου την εγαμήσει.
Είναι κι αυτή παλιόπραμα και για δυο φρέσκα μήλα
με Ανδρομάχη και λοιπές γαμιέται σαν τη σκύλα.

Μετά τα λόγια τα σοφά του φίνου Οδυσσέα
το λόγο δίνουν στον ψηλό, το βασιλιά τον Αία:

Αίας:
Φίλε μου Αγαμέμνονα, φίλε Οδυσσέα γεια σας
και οπως λεν οι σύγχρονοι ψωλή μου στα μεριά σας
Το έμαθα Μενέλαε, μάλακα να σε βράσω
στην έσκασε ο ψωλαράς και σ’ άφησε στον άσσο
κι αν η Ελένη σου ‘φυγε δική σου ήταν βλακεία
ομως μην απελπίζεσαι σου μένει η μαλακία.
τώρα απομένει σύντροφοι, να δούμε τι θα γίνει
και την δική του προσβολή γρήγορα να ξεπλύνει
Ακόμα δεν σας μίλησα και μου ‘ρθε μια ιδέα
τι διάβολο Μενέλαε, Γιατί με λένε Αία:

Είμαι της γνώμης το λοιπόν να μεταμφιεστούμε
σαν αστυνομικοί κρυφοί, στην Τροία οι δυο να μπούμε.
εσύ του Υγειονομικού και εγώ της ασφαλείας
ζητάμε από τον Πρίαμο εξέταση υγείας.
Ολες τις εξετάζουμε, φτάνουμε στην Ελένη
κοιτάμε το μουνάκι της με πούτσα καυλωμένη
της βρίσκεις τάχα σύφιλη και υπερμετρωπία
την παίρνουμε για του Συγγρού να κάνει θεραπεία.
Και ετσι δίχως βάσανα και δίχως φασαρία
στη Σπάρτη την πηγαίνουμε και λήγει η Ιστορία.

Αγαμέμνων:
Καλή είναι η ιδέα σου μα θ’ ανακαλυφθούμε
και δεν θα τη γλυτώσουμε, σκληρά θα γαμηθούμε,
και δεν το θέλω ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος
αφού τη γλύτωσε μικρός να γαμηθεί μεγάλος.

Μενέλαος:
Φέρτε μου το Λενάκι μου κι άμα μου το ζητήσετε
πολύ ευχαρίστως κάθομαι να μου τον κοπανίσετε.

Τοτ’ επενέβη ο Οδυσσεύς και μίλησε σταράτα
στο βασιλιά Μενέλαο και του ‘σκισε τη γάτα:

Αστα κουβαρνταλίκια σου κι εμείς δεν τα μασάμε
το ξέρεις δα πολύ καλά πως κώλο δεν γαμάμε
κι αν κάτι τέτοιο κάνουμε μια μέρα παρά φύση
τότε ο πούτσος ο καυτός να μην μπορεί να χύσει.

Ετσι εσταματήσανε χωρίς να καταλήξουν
για να σκεφθούν καλύτερα προτού να ξανασμίξουν
και ο καθένας χωριστά τη λύση για να φέρει
να γλυτωθούν τα βάσανα μακριά σε ξένα μέρη.

Τ’ απόγευμα συνέχισαν, μα είχαν άλλες βλέψεις
με βάση το φιλότιμο και λανθασμένες σκέψεις.
ξανά εκυριάρχησε για πόλεμο η γνώμη
κι ετσι αρχίσαν τα δεινά, το αίμα και οι τρόμοι...

````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

Ο ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ

γύρω απ’ το κάστρο το ψηλό με τα γερά τα τείχη
κάθοντ’ οι Ελληνες βουβοί και βλαστημούν την τύχη.
μοίρα κακή τους έριξε και πάνε δέκα χρόνια
οι ζέστες τους τσουρούφλισαν, τους πάγωσαν τα χιόνια.

Και ο πανούργος Οδυσσεύς κι αυτός εχει σαστίσει
και τους θεούς παρακαλεί να δώσουν κάποια λύση.
"Αχ Οδυσσέα" έλεγε "Είσαι μεγάλος βλάκας
ποιος του ‘πε του Μενέλαου να γεννηθεί μαλάκας
κι ετσι τον Παρη άφησε να τόνε κερατώσει
και στης Ελένης το μουνί τον πούτσο του να χώσει.
Κι εγώ τι φταίω για όλα αυτά ν’ αφήσω την Καλή μου
και δέκα χρόνια να βαρώ στην Τροία την ψωλή μου".

αυτά λοιπόν σκεφτότανε μάτι χωρίς να κλείσει
και το μυαλό του το ‘στιβε να για να ‘βρει κάποια λύση
καθώς στη τρύπια του σκηνή μια μέρα ξαπλωμένος
εχάιδευε τον πούτσο του που ήταν σηκωμένος
και τα μεγάλα αρχίδια του κρεμόντουσαν με χάρη
νάσου μπροστά η Αθηνά μ’ ασπίδα και κοντάρι
σηκώνει την χλαμύδα της, του δείχνει το μουνί της
σκύβει και λέει του στ’ αφτί με τη γλυκιά φωνή της

"Ω πολυμήχαν’ Οδυσσεύ απ’ τ’ ουρανού τα ύψη
στο πατρικό σου το νησί σε κοίταζα με θλίψη
της Πηνελόπης το μουνί να το γαμάς με λύσσα
κι αόρατη κατέβαινα και σου ‘γλυφα τα χύσια.
Σαν λιγωμένη κοίταζα την μακριά ψωλή σου
τ’ αρχίδια σου τα τριχωτά και το χοντρό καυλί σου.
μεγάλη καύλα μ’ έπιασε και δεν θα ησυχάσω
τον πούτσο σου που λαχταρώ αν δεν τον δοκιμάσω.

εγώ σου δίνω το κλειδί την Τροία για να πάρεις
μα θέλω σαν αντάλλαγμα να μου τόνε φερμάρεις"

Την έγδυσε, την ξάπλωσε στο στρώμα
κι από την καύλα την πολλή θα την γαμούσε Ακόμα.
Μα πήγε ο νους του στη δουλειά, σηκώθηκε ξανά
σκουπίζει την ψωλάρα του και λέει στην Αθηνά.
"Μικρή καυλιάρα στο ‘κανα και τούτο το χατίρι
πες μου το κόλπο γρήγορα και πήγαινε σιχτίρι"

Και ξέρουμε απ’ τον Ομηρο τι να το λέω ξανά
τι κόλπο του ξεφούρνισε η πρόστυχη Αθηνά.
Εσαξαν ένα άλογο, ψηλό τριάντα μέτρα
που ήταν όλο ξύλινο και όχι από πέτρα.
μέσα στην κούφια την κοιλιά κρυφτήκανε μ’ ελπίδα
και κόβανε την κίνηση απ’ την κωλοτρυπίδα.

Κι οι Τρώες που στο βάθος τους μαλάκες ήταν ολοι
εγκρέμισαν τα τείχη τους και το ‘βαλαν στην πόλη.
Κι όταν η νύχτα έφτασε, οι Τρώες κουρασμένοι
στα μαλακά κρεβάτια τους πέσαν ευτυχισμένοι.

μέσα στης νύχτας το βαθύ ατέλειωτο σκοτάδι
ξεχύνονται από παντού σαν να ‘ρχόνταν απ’ τον Αδη
εκατοντάδες Αχαιοί δαυλιά κρατώντας ολοι
κι απ’ του αλόγου την κοιλιά ξεχύνονται στην πόλη.

Με φοβερούς αλαλαγμούς ανάβουν τα δαυλιά τους
με τ’ άλλο χέρι πιάνουνε τα κόκκινα καυλιά τους
μέσα στην Τροία μπαίνουνε σαν Πριαποί βαρβάτοι
κι όποια γυναίκα η άντρα βρουν τον ρίχνουν στο κρεβάτι.

Μες το βαθύ τον ύπνο τους οι Τρώες κουρασμένοι
για ποτέ γαμηθήκανε, μυστήριο θα τους μένει
του κάκου έσκουζ’ ο Οδυσσεύς να τους σκοτώσουν όλους
οι Ελληνες ακράτητοι τους έσκαψαν τους κώλους.
τότε κατάλαβ’ ο Οδυσσεύς πως για να πέσει η Τροία
πρώτα να πέσουν έπρεπε των Αχαιών τα τρία.